- διδασκαλείων
- διδασκαλεί̱ων , διδασκαλεῖονteaching-placeneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευμορφία — και ευμορφιά και ὀμορφιά, η (ΑΜ εὐμορφία, Μ και ἐμορφιά καὶ ὀμορφιά) [εύμορφος] 1. η ωραιότητα, το κάλλος (ιδιαίτερα τής μορφής) (α. «ὠλόμην ἐγὼ εὐμορφίᾳ πραθεῑσα», Ευρ. β. «στείλε μου πάλε να τά ιδώ μ όλη την ευμορφιά τους τής νιότης μου τα… … Dictionary of Greek
Μπρέμερ, Φρεντρίκα — (Frederika Bremer, 1801 – 1865). Σουηδή συγγραφέας. Άρχισε να γράφει σε πολύ νεαρή ηλικία και έμαθε πολλές ξένες γλώσσες. Έγραψε μυθιστορήματα και διηγήματα και διακρίθηκε σε μια σειρά διηγημάτων της με τον τίτλο Εικόνες της καθημερινής ζωής… … Dictionary of Greek